σκιατραφής

σκιατραφής
ης, ες изнеженный, холеный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σκιατραφής" в других словарях:

  • σκιατραφής — σκιᾱτραφής , σκιατραφής brought up in the shade masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιατραφής — ές, ΝΑ αυτός που κάνει καθιστική ζωή, μαλθακός, μαμμόθρεφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + τραφής (< τρέφω*), πρβλ. μηρο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • σκιατραφῆ — σκιᾱτραφῆ , σκιατραφής brought up in the shade neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκιᾱτραφῆ , σκιατραφής brought up in the shade masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκιᾱτραφῆ , σκιατραφής brought up in the shade masc/fem acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιατραφίας — και σκιοτροφίας, ὁ, Α ο σκιατραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιατραφής / σκιατροφῶ + κατάλ. ίας] …   Dictionary of Greek

  • σκιατραφές — σκιᾱτραφές , σκιατραφής brought up in the shade masc/fem voc sg σκιᾱτραφές , σκιατραφής brought up in the shade neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιατραφία — και σκιατροφία και σκιοτροφία, ἡ, Α [σκιατραφής / σκιατροφῶ] 1. το να κάνει κανείς καθιστική ζωή 2. συνεκδ. μαλθακότητα 3. στον πληθ. αἱ σκιατραφίαι θηλυπρεπείς συνήθειες («τῆς μὲν πολιτικῆς ἐν ἀνέσει καὶ σκιατραφίᾳ γεγενημένης», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • σκιατραφοῦς — σκιᾱτραφοῦς , σκιατραφής brought up in the shade masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιατραφέσιν — σκιᾱτραφέσιν , σκιατραφής brought up in the shade masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»